- ταινιώνω
- ταινιῶ, -όω, ΝΑ [ταινία]1. περιβάλλω με ταινίες2. στολίζω με ταινίααρχ.1. μέσ. ταινιοῡμαι, -όομαιφορώ ταινία γύρω από το κεφάλι μου2. παθ. στεφανώνομαι («τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῡσθαι», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.